καθυπερέχω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθυπερέχω]] (AM)<br />(επιτατ. του [[υπερέχω]]) [[είμαι]] πολύ [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] [[κατά]] πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπερ</i>-<i>έχω</i>].
|mltxt=[[καθυπερέχω]] (AM)<br />(επιτατ. του [[υπερέχω]]) [[είμαι]] πολύ [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] [[κατά]] πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπερ</i>-<i>έχω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠπερέχω:''' быть сильнее, превосходить (τῇ [[τόλμῃ]] καὶ τῷ πλήθει Polyb.).
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπερέχω Medium diacritics: καθυπερέχω Low diacritics: καθυπερέχω Capitals: ΚΑΘΥΠΕΡΕΧΩ
Transliteration A: kathyperéchō Transliteration B: kathyperechō Transliteration C: kathyperecho Beta Code: kaqupere/xw

English (LSJ)

   A to be much superior, -έχων, opp. ἥττων, Aristeas 257: c. gen., ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph. ap.Stob.4.39.27; τινι in or by a thing, Plb.2.25.9; γένει Callicrat. ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., ἐξουσίαν κ. Theano Ep.5.4: c. acc. pers. etdat. rei, τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog. ap. Stob.4.7.62:—Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπερέχω; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερέχω: μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ ὑπέρτερος, βίος ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.

Greek Monolingual

καθυπερέχω (AM)
(επιτατ. του υπερέχω) είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω κατά πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερ-έχω].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπερέχω: быть сильнее, превосходить (τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Polyb.).