κακοπαθητικός: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοπαθητικός]], -ή, -όν (Α) [[κακοπαθώ]]<br />[[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[κακόμοιρος]]. | |mltxt=[[κακοπαθητικός]], -ή, -όν (Α) [[κακοπαθώ]]<br />[[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[κακόμοιρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κακοπαθητικός:''' страдальческий ([[ταλαίπωρος]] καὶ κ. Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A miserable, Arist.EE 1221a31.
German (Pape)
[Seite 1301] ή, όν, dass., Arist. Eth. Eud. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κακοπαθητικός: -ή, -όν, ἄθλιος, ἐλεεινός, δυστυχής, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8.
Greek Monolingual
κακοπαθητικός, -ή, -όν (Α) κακοπαθώ
δυστυχής, άθλιος, κακόμοιρος.
Russian (Dvoretsky)
κακοπαθητικός: страдальческий (ταλαίπωρος καὶ κ. Arst.).