καρηβαρικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρηβαρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρηβαρικόν</i><br />η [[καρηβαρία]], ο [[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρής]] ή <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρία]]].
|mltxt=[[καρηβαρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρηβαρικόν</i><br />η [[καρηβαρία]], ο [[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρής]] ή <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''καρηβᾰρικός:''' ударяющий в голову, пьянящий (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρικός Medium diacritics: καρηβαρικός Low diacritics: καρηβαρικός Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karēbarikós Transliteration B: karēbarikos Transliteration C: karivarikos Beta Code: karhbariko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A subject to headache, Hp.Epid.3.17.<*>; τὸ -κόν, = καρηβαρία, Telecl. 47.    II causing headache, οἶνος Hp.Acut.50, Arist.Fr.106; νότος Hp.Aph.3.5:—so κᾰρηβᾰρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ, οἶνος Sch.Ar.Pl.808.

German (Pape)

[Seite 1327] ή, όν, Kopfschmerz verursachend; οἶνος Hippocr. bei Ath. II, 45 f; νότοι S. Emp. adv. mus. 49; – καρηβαρικὸν πάθος, Kopfschmerz, Teleclid. Poll. 2, 41.

Greek Monolingual

καρηβαρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει πονοκέφαλο
2. αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρηβαρικόν
η καρηβαρία, ο πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρηβαρής ή < καρηβαρία].

Russian (Dvoretsky)

καρηβᾰρικός: ударяющий в голову, пьянящий (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.).