κάπνη: Difference between revisions
From LSJ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάπνη:''' ἡ, = [[καπνοδόχη]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κάπνη:''' ἡ, = [[καπνοδόχη]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάπνη:''' ἡ дымовая труба, дымоход Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = καπνοδόκη, Eup.88, Ar.V.143, Alex.173.13. II = καπνιαῖος λίθος, PHolm. 5.11.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, = καπνοδόχη; Ar. Vesp. 143; Alexis bei Ath. IX, 386 b; vgl. B. A. 46, 31.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνη: ἡ, καπνοδόχη, Ἀριστοφ. Σφ. 143, Ἄλεξ. ἐν «Πανυχίδι» 2. 13.
Greek Monolingual
η (Α κάπνη) καπνός
νεοελλ.
η καπνιά, η αιθάλη
αρχ.
1. η καπνοδόχος
2. ο καπνιαίος λίθος.
Greek Monotonic
κάπνη: ἡ, = καπνοδόχη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάπνη: ἡ дымовая труба, дымоход Arph.