καταθρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταθρύπτω]] και [[καταθρύβω]] (Α)<br />[[τρίβω]], [[κάνω]] μικρά κομμάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρύπτω]] «[[θρυμματίζω]]»].
|mltxt=[[καταθρύπτω]] και [[καταθρύβω]] (Α)<br />[[τρίβω]], [[κάνω]] μικρά κομμάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρύπτω]] «[[θρυμματίζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''καταθρύπτω:''' ломать на части: τοὺς ἄρτους εἰς [[γάλα]] κ. Diod. крошить хлеб в молоко.
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθρύπτω Medium diacritics: καταθρύπτω Low diacritics: καταθρύπτω Capitals: ΚΑΤΑΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: katathrýptō Transliteration B: katathryptō Transliteration C: katathrypto Beta Code: kataqru/ptw

English (LSJ)

   A break in pieces, γυῖα Nic.Al.61; λάγανον Artem. ap. Ath.14.663e; κ. ἄρτους εἰς γάλα D.S.1.83, cf. Dieuch. ap. Orib.Syn. 5.33 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1349] zerreiben, zermalmen; τοὺς ἄρτους εἰς γάλα, einbrocken, D. Sic. 1, 83; Nic. Al. 61; ἄρτος εἰς κρᾶμα καταθρυβείς Clem. Al.; a. Sp., auch καταθρυφθείς, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καταθρύπτω: «θρύβω», «καταθρύβω»,Νικ. Ἀλεξιφ. 61, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663Ε· καταθρ. ἄρτους εἰς γάλα Διόδ. 1. 83· ἄρτος εἰς κρᾶμα καταθρῠβεὶς Κλήμ. Ἀλ. 126. - Πρβλ. κατατρίβω.

Greek Monolingual

καταθρύπτω και καταθρύβω (Α)
τρίβω, κάνω μικρά κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θρύπτω «θρυμματίζω»].

Russian (Dvoretsky)

καταθρύπτω: ломать на части: τοὺς ἄρτους εἰς γάλα κ. Diod. крошить хлеб в молоко.