ἰχθυσιληϊστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰχθῠσιληϊστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[κλέφτης]] ψαριών, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰχθῠσιληϊστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[κλέφτης]] ψαριών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχθῠσῐληϊστήρ:''' ῆρος ὁ похититель рыб, т. е. рыболов Anth.
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠσιληϊστήρ Medium diacritics: ἰχθυσιληϊστήρ Low diacritics: ιχθυσιληϊστήρ Capitals: ΙΧΘΥΣΙΛΗΪΣΤΗΡ
Transliteration A: ichthysilēïstḗr Transliteration B: ichthysilēistēr Transliteration C: ichthysiliistir Beta Code: i)xqusilhi+sth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A a stealer of fish, AP7.295 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1276] ῆρος, ὁ, s. ἰχθυοληϊστήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθῠσιληϊστήρ: ῆρος, ὁ, κλέπτης τῶν ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 7. 295· κ. ἄλλως ἰχθυοληϊστήρ, ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 687.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
destructeur de poissons.
Étymologie: ἰχθύς, ληΐζομαι.

Greek Monolingual

ἰχθυσιληϊστήρ, ὁ (Α)
ο κλέφτης τών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς (δοτ. ἰχθύσι;) + ληϊστήρ «κλέφτης, ληστής»].

Greek Monotonic

ἰχθῠσιληϊστήρ: -ῆρος, ὁ, κλέφτης ψαριών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθῠσῐληϊστήρ: ῆρος ὁ похититель рыб, т. е. рыболов Anth.