καλλιπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλιπέδῑλος:''' ὁ, ἡ ([[πέδιλον]]), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''καλλιπέδῑλος:''' ὁ, ἡ ([[πέδιλον]]), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐπέδῑλος:''' обутый в красивые сандалии ([[Μαιάς]] HH).
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπέδῑλος Medium diacritics: καλλιπέδιλος Low diacritics: καλλιπέδιλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: kallipédilos Transliteration B: kallipedilos Transliteration C: kallipedilos Beta Code: kallipe/dilos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful sandals, h.Merc.57.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles sandales, aux belles chaussures.
Étymologie: καλός, πέδιλον.

Greek Monolingual

καλλιπέδιλος, -ον (Α)
αυτός που φορά ωραία πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο-πέδιλος, χρυσο-πέδιλος].

Greek Monotonic

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ (πέδιλον), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπέδῑλος: обутый в красивые сандалии (Μαιάς HH).