καταθήκη: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταθήκη]], ἡ (Α) [[κατατίθημι]]<br />[[παρακαταθήκη]], [[ενέχυρο]]. | |mltxt=[[καταθήκη]], ἡ (Α) [[κατατίθημι]]<br />[[παρακαταθήκη]], [[ενέχυρο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταθήκη:''' ἡ вклад, залог, депозит (Isocr. - v. l. [[παρακαταθήκη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:38, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A deposit, prob. f.l. for παρακαταθ- in Lys.Fr.70 tit., Isoc.17.27.
German (Pape)
[Seite 1349] ἡ, das Niedergelegte, Depositum, Isocr. 17, 27. S. παρακαταθήκη.
Greek (Liddell-Scott)
καταθήκη: ἡ, παρακαταθήκη, ἐνέχυρον, Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 (μετὰ διαφ. γραφ. παρακαταθήκη).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
objet déposé, dépôt.
Étymologie: κατατίθημι.
Greek Monolingual
καταθήκη, ἡ (Α) κατατίθημι
παρακαταθήκη, ενέχυρο.
Russian (Dvoretsky)
καταθήκη: ἡ вклад, залог, депозит (Isocr. - v. l. παρακαταθήκη).