καταπόρνευσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπόρνευσις]], ἡ (Α) [[καταπορνεύω]]<br />[[εκπόρνευση]], [[προαγωγεία]]. | |mltxt=[[καταπόρνευσις]], ἡ (Α) [[καταπορνεύω]]<br />[[εκπόρνευση]], [[προαγωγεία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπόρνευσις:''' εως ἡ предавание разврату, проституирование (θυγατέρων παρθένων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A prostitution, θυγατέρων παρθένων Plu.Tim. 13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1372] ἡ, das Verhuren, θυγατέρων παρθένων Plut. Timol. 13.
Greek (Liddell-Scott)
καταπόρνευσις: -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: καταπορνεύω.
Greek Monolingual
καταπόρνευσις, ἡ (Α) καταπορνεύω
εκπόρνευση, προαγωγεία.
Russian (Dvoretsky)
καταπόρνευσις: εως ἡ предавание разврату, проституирование (θυγατέρων παρθένων Plut.).