κεδρωτός: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(nl)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.
|elnltext=κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.
}}
{{elru
|elrutext='''κεδρωτός:''' построенный из кедра, кедровый (τέραμνα Eur.).
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρωτός Medium diacritics: κεδρωτός Low diacritics: κεδρωτός Capitals: ΚΕΔΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kedrōtós Transliteration B: kedrōtos Transliteration C: kedrotos Beta Code: kedrwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made of or inlaid with cedar-wood, παστάδων τέ ραμνα E.Or.1371 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz gemacht, Eur. Or. 1511 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρωτός: -ή, -όν, κατασκευασμένος ἐκ κέδρου ἢ κεκοσμημένος μὲ τεμάχια κέδρου (ξύλου) περεμβεβλημένα, Εὐρ. Ὀρ. 1371, πρβλ. Λατ. cedratus.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait en bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κεδρωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος
αρχ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. δαφν-ωτός, κεγχρ-ωτός)].

Greek Monotonic

κεδρωτός: -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με κέδρο, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.

Russian (Dvoretsky)

κεδρωτός: построенный из кедра, кедровый (τέραμνα Eur.).