κατοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτίζω]] πάνω σε ή μέσα σε [[τόπο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[φθείρω]] οικοδομώντας, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτίζω]] πάνω σε ή μέσα σε [[τόπο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[φθείρω]] οικοδομώντας, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοικοδομέω:''' <b class="num">1)</b> покрывать строениями, застраивать (τὸ [[δημόσιον]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> тратить все средства на постройки Plut.;<br /><b class="num">3)</b> запирать, заключать (τινα Isae.).
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικοδομέω Medium diacritics: κατοικοδομέω Low diacritics: κατοικοδομέω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: katoikodoméō Transliteration B: katoikodomeō Transliteration C: katoikodomeo Beta Code: katoikodome/w

English (LSJ)

   A build upon or in a place, τι δημόσιον X.Ath.3.4; τὰς ὁδούς Arist.Ath.50.2:—Pass., of the place, to be built on, LXX Ge.36.43, Str.5.4.5.    II squander in building, Plu.Publ.15 (but simply, use in building, πλίνθου τῆς -δομηθείσης PPetr.3p.141 (iii B.C.)).    III shut up in a house, Is.8.41 (s.v.l.), cf. Harp.s.v. κατῳκοδόμησε.    2 Pass., to be built up. blocked up, σανίσι D.C.66.25.

German (Pape)

[Seite 1403] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς οἴκημα.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν καταλαμβάνω τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν φθείρω, δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. κλείω δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 couvrir de constructions;
2 dissiper en constructions.
Étymologie: κατά, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

κατοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. χτίζω πάνω σε ή μέσα σε τόπο, σε Ξεν.
II. φθείρω οικοδομώντας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατοικοδομέω: 1) покрывать строениями, застраивать (τὸ δημόσιον Xen.);
2) тратить все средства на постройки Plut.;
3) запирать, заключать (τινα Isae.).