κατασημαίνω: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασημαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[σφραγίζω]] — Μέσ., έχω [[κάτι]] σφραγισμένο, σε Πλάτ. | |lsmtext='''κατασημαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[σφραγίζω]] — Μέσ., έχω [[κάτι]] σφραγισμένο, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασημαίνω:''' (чаще med.) снабжать печатью, запечатывать (τὸ [[χρυσίον]] Plat.; ἐπιστολὴ κατασεσημασμένη Plut.): ἐπισκήψεις κατασεσημασμέναι ὑπ᾽ ἀμφοῖν Plat. обвинения обеих сторон, снабженные печатями; κέλευε αὐτοὺς γράψαντας καὶ κατασημηναμένους [[δοῦναι]] τὴν ἐπιστολήν Xen. скажи им, чтобы они написали письмо и в запечатанном виде вручили (слуге). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:49, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1377] bezeichnen, besiegeln, versiegeln; ἐπισκήψεις κατασεσημασμένας ὑπ' ἀμφοῖν Plat. Legg. XI, 937 b. – Häufiger im med.; Plat. Men. 89 b; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell.
Greek (Liddell-Scott)
κατασημαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἐπιθέτω καλῶς ἐπί τινος καλῶς τὸ σῆμα, σημεῖον, σφραγῖδα, σφραγίζω, γράψαντας καὶ κατασημηναμένους δοῦναι τὴν ἐπιστολὴν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 16· κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο καὶ φύλακας κατέστησεν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 27, Λατ. obsigno· ὄφεις… ἐν κίστῃ που κατασήμηναι (μέσ.), σφράγισον, κλεῖσε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 95· κατασημήνασθαι… χρυσίον Πλάτ. Μένων 89Β· καὶ παθ. κατασεσημασμένα γράμματα Ἡρῳδιαν. 7. 6, 11. ΙΙ. σημειώνω προσηκόντως, Λατ. consigno, ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 756C.― Παθ., τὰ κατασημανθέντα ὀνόματα αὐτόθι 756Α· τὰς ἐπισκήψεις… φυλάττειν κατασεσημασμένας αὐτόθι 937Β. ΙΙΙ. σημαίνω, δεικνύω, ἡ τρυγὼν τὴν σωφροσύνην κατασημαίνει Νείλου Ἐπιστ. σ. 261.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. κατασεσημασμένος;
sceller.
Étymologie: κατά, σημαίνω.
Greek Monolingual
(Α κατασημαίνομαι)
1. κλείνω κάτι καλά, σφραγίζω («ὄφεις... ἐν κίστῃ που κατασήμηναι», Αριστοφ.)
2. σημειώνω προσεκτικά («τὰ κατασημανθέντα ὁνόματα ἐξενεγκεῑν», Πλάτ.)
αρχ.
1. υποδηλώνω
2. σημαίνω, συμβολίζω.
Greek Monotonic
κατασημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, σφραγίζω — Μέσ., έχω κάτι σφραγισμένο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κατασημαίνω: (чаще med.) снабжать печатью, запечатывать (τὸ χρυσίον Plat.; ἐπιστολὴ κατασεσημασμένη Plut.): ἐπισκήψεις κατασεσημασμέναι ὑπ᾽ ἀμφοῖν Plat. обвинения обеих сторон, снабженные печатями; κέλευε αὐτοὺς γράψαντας καὶ κατασημηναμένους δοῦναι τὴν ἐπιστολήν Xen. скажи им, чтобы они написали письмо и в запечатанном виде вручили (слуге).