κέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(20) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κέφαλος]]) [[κεφαλή]]<br />[[θαλάσσιος]] [[τελεόστεος]] κυπρινόμορφος οστεϊχθύς που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών μουγιλιδών. | |mltxt=ο (ΑΜ [[κέφαλος]]) [[κεφαλή]]<br />[[θαλάσσιος]] [[τελεόστεος]] κυπρινόμορφος οστεϊχθύς που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών μουγιλιδών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κέφᾰλος:''' ὁ кефаль Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, a species of
A mullet, Hp.Int.6, Arist.HA543b16, Archipp. 12, Ephipp.12.2, Gal.6.708, Opp.H.1.111, Ael.NA1.3, 12, 13.19; κεστρέα τὸν κ. Archestr.Fr.45.2.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, ein Meerfisch, mit großem Kopfe, Ath. VII, 307 b, vgl. Arist. H. A. 5, 11. 8, 2 M.; Opp. Hal. 3, 482; Ael. H. A. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κέφᾰλος: ὁ, θαλάσσιος ἰχθὺς ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ὁ καὶ νῦν οὕτω καλούμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3, Γαλ. κλπ., παρ’ Ἀθην. 307Β κἑξ., πρβλ. Ἀρχέστρ. αὐτόθι 311Α.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κέφαλος) κεφαλή
θαλάσσιος τελεόστεος κυπρινόμορφος οστεϊχθύς που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών μουγιλιδών.
Russian (Dvoretsky)
κέφᾰλος: ὁ кефаль Arst.