κελαδῆτις: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελᾰδῆτις:''' -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί [[δυνατά]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''κελᾰδῆτις:''' -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί [[δυνατά]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κελᾰδῆτις:''' ῐδος adj. f звучная, певучая ([[γλῶσσα]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 22:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδῆτις Medium diacritics: κελαδῆτις Low diacritics: κελαδήτις Capitals: ΚΕΛΑΔΗΤΙΣ
Transliteration A: keladē̂tis Transliteration B: keladētis Transliteration C: keladitis Beta Code: keladh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.

German (Pape)

[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.

Greek (Liddell-Scott)

κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.

Greek Monolingual

κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφ-ήτης)].

Greek Monotonic

κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κελᾰδῆτις: ῐδος adj. f звучная, певучая (γλῶσσα Pind.).