κηλώνειον: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(20)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κηλώνειον]] και [[κηλώνιον]] και ιων. τ. κηλωνήϊον)<br />το ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα πηγάδια, κν. [[γεράνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκαμών</i>-<i>ειον</i>, [[χελών]]-<i>ειον</i>)].
|mltxt=το (Α [[κηλώνειον]] και [[κηλώνιον]] και ιων. τ. κηλωνήϊον)<br />το ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα πηγάδια, κν. [[γεράνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκαμών</i>-<i>ειον</i>, [[χελών]]-<i>ειον</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''κηλώνειον:''' ион. [[κηλωνήϊον]], v. l. [[κηλώνιον]] τό колодезный журавль Her., Arph., Arst.
}}
}}

Revision as of 22:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλώνειον Medium diacritics: κηλώνειον Low diacritics: κηλώνειον Capitals: ΚΗΛΩΝΕΙΟΝ
Transliteration A: kēlṓneion Transliteration B: kēlōneion Transliteration C: kiloneion Beta Code: khlw/neion

English (LSJ)

Ion. κηλων-ήϊον, τό, = foreg. 1, Hdt.1.193, 6.119, Ar.Fr.679, Arist.Mech.857a34, Aen.Tact.39.7, PCair.Zen.155 (iii B.C.), Gal. UP 7.7:—written κηλώνιον, Apollod.Poliorc.162.8, al.

German (Pape)

[Seite 1431] τό, ion. κηλωνήϊον, Brunnenschwengel am Ziehbrunnen; ἀντλέεται κηλωνηΐῳ Her. 9, 119; Ar. frg. 554. S. κηλώνιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
machine pour tirer de l’eau, pompe.
Étymologie: DELG κήλων.

Greek Monolingual

το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον)
το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. -ειον (πρβλ. σκαμών-ειον, χελών-ειον)].

Russian (Dvoretsky)

κηλώνειον: ион. κηλωνήϊον, v. l. κηλώνιον τό колодезный журавль Her., Arph., Arst.