καταυχένιος: Difference between revisions
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(19) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[καταυχένιος]], -ον, θηλ. και -ενία)<br />αυτός που εκτείνεται [[πάνω]] στον αυχένα ή καταφέρεται [[κατά]] του αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ.<br />β. «καταυχενίοις [ή -ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καταυχένιο</i><br />[[κομμάτι]] υφάσματος που κρέμεται από το [[πίσω]] [[τμήμα]] στρατιωτικού πηληκίου και καλύπτει τον αυχένα προφυλάσσοντάς τον από τον ήλιο ή τη [[βροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αυχένιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχένιος]] <span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], <i>αὐχένος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-[[αυχένιος]], <i>περι</i>-[[αυχένιος]])]. | |mltxt=-ια, -ιο (Α [[καταυχένιος]], -ον, θηλ. και -ενία)<br />αυτός που εκτείνεται [[πάνω]] στον αυχένα ή καταφέρεται [[κατά]] του αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ.<br />β. «καταυχενίοις [ή -ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καταυχένιο</i><br />[[κομμάτι]] υφάσματος που κρέμεται από το [[πίσω]] [[τμήμα]] στρατιωτικού πηληκίου και καλύπτει τον αυχένα προφυλάσσοντάς τον από τον ήλιο ή τη [[βροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αυχένιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχένιος]] <span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], <i>αὐχένος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-[[αυχένιος]], <i>περι</i>-[[αυχένιος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταυχένιος:''' ниспадающий на шею, закрывающий шею (πλόκαμοι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A on or over the neck, πλόκαμοι AP5.72 (Rufin.).
Greek (Liddell-Scott)
καταυχένιος: -α, -ον, ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ τραχήλου, πλόκαμοι κ., οἱ ἐπὶ τοῦ αὐχένος πίπτοντες ἢ κρεμάμενοι, Ἀνθ. Π. 5. 73.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α καταυχένιος, -ον, θηλ. και -ενία)
αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά του αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ.
β. «καταυχενίοις [ή -ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο
κομμάτι υφάσματος που κρέμεται από το πίσω τμήμα στρατιωτικού πηληκίου και καλύπτει τον αυχένα προφυλάσσοντάς τον από τον ήλιο ή τη βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αυχένιος (< αὐχένιος < αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. επ-αυχένιος, περι-αυχένιος)].
Russian (Dvoretsky)
καταυχένιος: ниспадающий на шею, закрывающий шею (πλόκαμοι Anth.).