καταχρυσόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχρῡσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επικαλύπτω]] με φύλλα χρυσού, [[επιχρυσώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> χρυσώνω, [[καθιστώ]] [[κάτι]] χρυσό (δηλ. υπέροχο), σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταχρῡσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επικαλύπτω]] με φύλλα χρυσού, [[επιχρυσώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> χρυσώνω, [[καθιστώ]] [[κάτι]] χρυσό (δηλ. υπέροχο), σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχρῡσόω:''' <b class="num">1)</b> отделывать золотом или золотить ([[νόμισμα]] μολύβδου Her.; τὰ [[ὅπλα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> украшать золотом, делать пышным (τὴν πόλιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. золотить словно священную статую, т. е. превозносить до небес (Εὐριπίδην Arph.).
}}
}}

Revision as of 23:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρῡσόω Medium diacritics: καταχρυσόω Low diacritics: καταχρυσόω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΥΣΟΩ
Transliteration A: katachrysóō Transliteration B: katachrysoō Transliteration C: katachrysoo Beta Code: kataxruso/w

English (LSJ)

   A cover with gold-leaf, gild, Hdt.2.129, 3.56, 4.26:—Pass., Id.1.98, 2.63, IG22.1388.77.    II metaph., make golden (i.e.splendid), τὴν πόλιν Plu.Per.12; κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην plastered him with gold (opp. κατεπίττου), Ar.Ec.826.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρῡσόω: καλύπτω μὲ χρυσόν, ἐπιχρυσώνω, Ἡρόδ. 2. 129˙ τὴν κεφαλὴν ψιλώσαντες καὶ ἐκκαθήραντες καταχρυσοῦσι 4. 26˙ καὶ ἐν τῷ παθ., 1. 98˙ νηῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ 2. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 10, πρβλ. κατάχρυσος. ΙΙ. κάμνω τι χρυσοῦν (δηλ. λαμπρότατον), τὴν πόλιν Πλουτ. Περικλ. 12˙ κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην, τὸν ἔκαμνε χρυσοῦν, τὸν ἐξεθείαζεν (ἀντίθ. τῷ κατεπίττου), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 826.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 couvrir ou plaquer d’or;
2 dorer, rendre splendide.
Étymologie: κατάχρυσος.

Greek Monotonic

καταχρῡσόω: μέλ. -ώσω,
I. επικαλύπτω με φύλλα χρυσού, επιχρυσώνω, σε Ηρόδ.
II. χρυσώνω, καθιστώ κάτι χρυσό (δηλ. υπέροχο), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταχρῡσόω: 1) отделывать золотом или золотить (νόμισμα μολύβδου Her.; τὰ ὅπλα Plut.);
2) украшать золотом, делать пышным (τὴν πόλιν Plut.);
3) ирон. золотить словно священную статую, т. е. превозносить до небес (Εὐριπίδην Arph.).