κισσοκόμης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κισσοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), [[στεφανωμένος]] με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''κισσοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), [[στεφανωμένος]] με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''κισσοκόμης:''' с увитыми плющом волосами ([[Βάκχος]] HH, [[Σάτυρος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:03, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοκόμης Medium diacritics: κισσοκόμης Low diacritics: κισσοκόμης Capitals: ΚΙΣΣΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: kissokómēs Transliteration B: kissokomēs Transliteration C: kissokomis Beta Code: kissoko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A ivy-crowned, Διόνυσος h.Hom.26.1, cf. IG12(7).80 (Arcesine).

German (Pape)

[Seite 1442] epheugelockt, mit Epheu das Haar umwunden, Bacchus, H. h. Bacch. 1; Σάτυρος, Macedon. 26 (VI, 56).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοκόμης: -ου, ὁ, μὲ κισσὸν ἐστεμμένος, Διόνυσος Ὁμ. Ὕμν. 25. 1.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure de lierre, càd couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, κόμη.

Greek Monolingual

κισσοκόμης, ὁ (Α)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δαφνο-κόμης, χρυσο-κόμης.

Greek Monotonic

κισσοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), στεφανωμένος με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κισσοκόμης: с увитыми плющом волосами (Βάκχος HH, Σάτυρος Anth.).