κωπεύω: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κωπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κώπη]]), κινούμαι προς τα [[εμπρός]] με [[κουπιά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κωπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κώπη]]), κινούμαι προς τα [[εμπρός]] με [[κουπιά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωπεύω:''' приводить в движение ударами весел (βᾶριν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A propel with oars, βᾶριν AP 7.365 (Zon.). II (κώπη 2) κεκώπευται στρατός it has the sword drawn, Anon. ap. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1546] rudern, das Schiff mit Rudern fortbewegen, Zonas 7 (VII, 365). Nach Hesych. auch κεκώπευται ὁ στρατός, von einem schlagfertigen Heere, wo der Soldat die Hand an den Schwertgriff legt. Bei demselben steht auch κεκώπηται ἡ ναῦς, von κωπάω od. κωπέω. Vgl. Att. Seew. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
κωπεύω: (κώπη) θέτω εἰς κίνησιν διὰ τῶν κωπῶν, κινῶ, βᾶριν Ἀνθ. Π. 7. 365. ΙΙ. κεκώπευται στρατός, «ἐξεσπάθωσε», ἔσυρε τὸ ξίφος, (πρβλ. κώπη 2), παρ’ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
pousser à force de rames.
Étymologie: κώπη.
Greek Monolingual
κωπεύω (Α) κώπη
1. κωπηλατώ
2. φρ. «κεκώπευται στρατός» — ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή του ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει.
Greek Monotonic
κωπεύω: μέλ. -σω (κώπη), κινούμαι προς τα εμπρός με κουπιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κωπεύω: приводить в движение ударами весел (βᾶριν Anth.).