ληπτικός: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ληπτικός:''' -ή, -όν ([[λαμβάνω]]), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ. | |lsmtext='''ληπτικός:''' -ή, -όν ([[λαμβάνω]]), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ληπτικός:''' <b class="num">1)</b> умеющий приобретать, стяжательный ([[μήτε]] λ. [[μήτε]] [[φυλακτικός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:34, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to accept, Arist.EN1120b15. II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.
German (Pape)
[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.
Greek Monolingual
ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.
Greek Monotonic
ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ληπτικός: 1) умеющий приобретать, стяжательный (μήτε λ. μήτε φυλακτικός Arst.);
2) вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).