λιθόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(23)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθόδερμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]].
|mltxt=[[λιθόδερμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθόδερμος:''' с твердой как камень кожей Arst.
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόδερμος Medium diacritics: λιθόδερμος Low diacritics: λιθόδερμος Capitals: ΛΙΘΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: lithódermos Transliteration B: lithodermos Transliteration C: lithodermos Beta Code: liqo/dermos

English (LSJ)

ον,

   A with stony hide, Arist.Rh. post 1377a7 (interpol.).

German (Pape)

[Seite 45] mit steinerner Haut oder Schale, übertr. vom Menschen, στεῤῥοὶ καὶ λιθόδ., Arist.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόδερμος: -ον, ἔχων λιθῶδες, στερεὸν δέρμα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26 (ἔν τισιν Ἀντιγράφ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la peau ou l’écaille est dure comme une pierre.
Étymologie: λίθος, δέρμα.

Greek Monolingual

λιθόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόδερμος: с твердой как камень кожей Arst.