μάραθον: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάρᾰθον:''' [ᾰ], τό, το αρωματικό [[φυτό]] [[μάραθο]], Λατ. [[marathrum]], σε Δημ. | |lsmtext='''μάρᾰθον:''' [ᾰ], τό, το αρωματικό [[φυτό]] [[μάραθο]], Λατ. [[marathrum]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάρᾰθον:''' (μᾰ) τό укроп Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:43, 31 December 2018
English (LSJ)
(proparox.), τό,
A fennel, Foeniculum vulgare, D.18.260, Anaxandr.41.58, Thphr.HP1.12.2, al.: pl., Epich.156, 159:—also μᾰρᾰθ-ος, ὁ, Python 1.13, but ἡ, Lyd.Mag.1.42; of doubtful gender, Hermipp.81, Lycusap.Orib.8.32.4.
German (Pape)
[Seite 94] τό, dor. u. att. = μάραθρον, Fenchel, dor. u. att. Form, Epicharm. bei Ath. II, 71 a u. a. comic. ibd.; Nic. Ther. 33. 392, St, ab. 3, 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μάρᾰθον: [ᾰ], τό, ὡς καὶ νῦν μάραθον ἢ μάλαθρον, Λατ. marathrum, Δημ. 313. 25, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτ.» 1. 58· - ὡσαύτως μάραθος, ὁ, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 70F, Πύθων αὐτόθι 596Α· - ἀμφιβόλου γένους παρ’ Ἑρμίππ. ἐν Ἀδήλ. 2· πρβλ. Μαραθών.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fenouil, plante.
Étymologie: DELG terme indigène emprunté ; myc. ma-ra-tu-wo.
Spanish
Greek Monotonic
μάρᾰθον: [ᾰ], τό, το αρωματικό φυτό μάραθο, Λατ. marathrum, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μάρᾰθον: (μᾰ) τό укроп Dem.