Λεσβίς: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Λεσβίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[γυναίκα]] από τη Λέσβο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως Λεσβιάς, <i>-[[άδος]]</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''Λεσβίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[γυναίκα]] από τη Λέσβο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως Λεσβιάς, <i>-[[άδος]]</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Λεσβίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f лесбосская (γυναῖκες Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A Lesbian woman, Il.9.271, cf. Pherecr. 149:—alsoΛεσβ-ιάς, άδος, Hermesian.7.52, AP9.26 (Antip.Thess.).
Greek (Liddell-Scott)
Λεσβίς: -ίδος, ἡ, γυνὴ ἐκ Λέσβου, Ἰλ. Η. 271, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 8· ― ὡσαύτως Λεσβιάς, -άδος, Ἑρμησιάναξ 5. 54, Ἀνθ. Π. 9. 26.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
Lesbienne.
Étymologie: Λέσβος.
Greek Monotonic
Λεσβίς: -ίδος, ἡ, γυναίκα από τη Λέσβο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως Λεσβιάς, -άδος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Λεσβίς: ίδος (ῐδ) adj. f лесбосская (γυναῖκες Hom.).