λατομικός: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(22) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λατομικός]], -ή, -όν) [[λατόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λατομείο]] ή σε λατόμο<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[λατόμηση]], για [[εξαγωγή]] πέτρας ή μαρμάρου. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[λατομικός]], -ή, -όν) [[λατόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λατομείο]] ή σε λατόμο<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[λατόμηση]], για [[εξαγωγή]] πέτρας ή μαρμάρου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾱτομικός:''' камнебитный, камнетесный ([[σίδηρος]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A for quarrying stones, σίδηρος D.S.3.12.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτομικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, σίδηρος Διόδ. 3. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λατομικός, -ή, -όν) λατόμος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο
αρχ.
κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου.
Russian (Dvoretsky)
λᾱτομικός: камнебитный, камнетесный (σίδηρος Diod.).