μακρολογέω: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακρολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] σε [[μάκρος]] χρόνου, [[χρησιμοποιώ]] πολλές λέξεις, σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., [[μιλώ]] [[πολύ]] χρόνο για ένα [[θέμα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''μακρολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] σε [[μάκρος]] χρόνου, [[χρησιμοποιώ]] πολλές λέξεις, σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., [[μιλώ]] [[πολύ]] χρόνο για ένα [[θέμα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακρολογέω:''' много говорить Isocr. etc.: [[ἵνα]] μὴ μακρολογῶμεν Plat. чтобы нам долго не говорить. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A speak at length, use many words, Pl.Grg.465b, Tht.163d, Isoc.3.63, Arist.Rh.Al.1440b36, etc.; περί τινος Hp.Art.43; τὰ ῥηθέντα τί ἄν τις -λογοίη X.HG4.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
μακρολογέω: ὡς καὶ νῦν, πολυλογῶ, Πλάτ. Γοργ. 645Β, Θεαίτ. 163D, κ. ἀλλ.· περί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., λέγω πολλὰ περί τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 13· ‒ ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Κλήμ. Ἀλ. 203.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 parler avec prolixité;
2 parler longuement.
Étymologie: μακρολόγος.
Greek Monotonic
μακρολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ σε μάκρος χρόνου, χρησιμοποιώ πολλές λέξεις, σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., μιλώ πολύ χρόνο για ένα θέμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μακρολογέω: много говорить Isocr. etc.: ἵνα μὴ μακρολογῶμεν Plat. чтобы нам долго не говорить.