μεγαλοφρονέω: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰλοφρονέω:''' έχω ευγενές [[φρόνημα]], <i>μεγαλοφρονῶ ἐφ' ἑαυτῷ</i>, έχω [[αυτοπεποίθηση]], σε Ξεν. — Μέσ., με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[αλαζόνας]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μεγᾰλοφρονέω:''' έχω ευγενές [[φρόνημα]], <i>μεγαλοφρονῶ ἐφ' ἑαυτῷ</i>, έχω [[αυτοπεποίθηση]], σε Ξεν. — Μέσ., με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[αλαζόνας]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλοφρονέω:''' (тж. μ. ἐφ᾽ ἑαυτῷ Xen.) быть высокомерным, гордым Polyb., Plut.: μεγαλοφρονούμενος Plat. из высокомерия. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be high-minded, μ. ἐφ' ἑαυτῷ to be confident in oneself, X.HG 6.2.39; πρὸς τὰς ἀνάγκας LXX 4 Ma.6.24; to be generous, D.C.43.21, al.:—Med., display high spirit, περὶ τῆς ἡγεμονίας J.AJ19.3.1. II in bad sense, to be arrogant, Plu.Dio40, al.:—in Med., Pl.R.528c; ἐπί τινι D.C.43.14; τινι Philostr.VA8.5; πρός τινα . . ὡς . . ib.1.39.
German (Pape)
[Seite 108] groß gesinnt sein, hohen Sinn haben, gew. tadelnd, stolz, übermüthig sein; ἐφ' ἑαυτῷ, Xen. Hell. 6, 2, 39; Pol. 35, 3, 4; τινί, D. Hal. 8, 83; Luc. bis accus. 28 u. a. Sp. Auch med., οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ ταῦτα ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι, Plat. Rep. VII, 528 b; Sp., wie D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοφρονέω: φρονῶ μεγάλα, μεγαλοφρονοῦντος (νῦν μέγα φρονοῦντος) ἐφ᾿ ἑαυτῷ, ἔχοντος μεγάλην πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39· τινὶ Διον. Ἁλ. 8. 83. ― Μέσ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανεύομαι, Πλάτ. Πολ. 528Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être fier, orgueilleux, s’enorgueillir;
Moy. μεγαλοφρονέομαι-οῦμαι être arrogant.
Étymologie: μεγαλόφρων.
Greek Monotonic
μεγᾰλοφρονέω: έχω ευγενές φρόνημα, μεγαλοφρονῶ ἐφ' ἑαυτῷ, έχω αυτοπεποίθηση, σε Ξεν. — Μέσ., με αρνητική σημασία, είμαι αλαζόνας, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοφρονέω: (тж. μ. ἐφ᾽ ἑαυτῷ Xen.) быть высокомерным, гордым Polyb., Plut.: μεγαλοφρονούμενος Plat. из высокомерия.