λογάω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λόγος]]·1. [[στοχάζομαι]], [[λογαριάζω]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό [[μόριο]]) [[λογάτε]]<br />[[λοιπόν]], μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.
|mltxt=[[λόγος]]·1. [[στοχάζομαι]], [[λογαριάζω]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό [[μόριο]]) [[λογάτε]]<br />[[λοιπόν]], μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.
}}
{{elru
|elrutext='''λογάω:''' иметь охоту говорить Luc.
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογάω Medium diacritics: λογάω Low diacritics: λογάω Capitals: ΛΟΓΑΩ
Transliteration A: logáō Transliteration B: logaō Transliteration C: logao Beta Code: loga/w

English (LSJ)

   A to be fond of talking, Luc.Lex.15.    II λογάω or λογέω, fut. 3sg. λογήσει, perh. will take account, Tyrt.Fr.1.42 Diehl.

Greek (Liddell-Scott)

λογάω: ἐφετικὸν τοῦ λέγω, ἀρέσκομαι ἢ ἐπιθυμῶ νὰ ὁμιλῶ Λουκ. Λεξιφ. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
avoir envie de parler.
Étymologie: λόγος.

Greek Monolingual

λόγος·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι
2. (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε
λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.

Russian (Dvoretsky)

λογάω: иметь охоту говорить Luc.