μονογένεια: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[μονογένεια]] και ιων. τ. μουνογένεια) [[μονογενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> η [[μονογονία]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο φυτά έχουν [[άνθη]] ενός μόνο γένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που δεν έχει αδέλφια, [[μοναχοκόρη]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[μοναδικότητα]].———————— <b>(II)</b><br />τα<br /><b>ζωολ.</b> [[ομοταξία]] τρηματωδών πλατυελμίνθων στην οποία ανήκουν εξωπαράσιτα ψαριών, αμφιβίων και ερπετών.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[μονογένεια]] και ιων. τ. μουνογένεια) [[μονογενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> η [[μονογονία]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο φυτά έχουν [[άνθη]] ενός μόνο γένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που δεν έχει αδέλφια, [[μοναχοκόρη]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[μοναδικότητα]].———————— <b>(II)</b><br />τα<br /><b>ζωολ.</b> [[ομοταξία]] τρηματωδών πλατυελμίνθων στην οποία ανήκουν εξωπαράσιτα ψαριών, αμφιβίων και ερπετών.
}}
{{elru
|elrutext='''μονογένεια:''' ион. μουνογένεια adj. f единородная ([[κόρη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονογένεια Medium diacritics: μονογένεια Low diacritics: μονογένεια Capitals: ΜΟΝΟΓΕΝΕΙΑ
Transliteration A: monogéneia Transliteration B: monogeneia Transliteration C: monogeneia Beta Code: monoge/neia

English (LSJ)

Ion. μουνο-, ἡ, fem. of sq., A.R.3.847, Orph.H. 29.2.    II Subst., uniqueness, Phld.Sign.20.

German (Pape)

[Seite 202] ἡ, fem. zum Folgdn, sp. D.; μουνογένεια heißt Hekate, Ap. Rh. 3, 844; Aenigm. 18 (XIV, 52).

Greek (Liddell-Scott)

μονογένεια: ἡ, Ἰων. μουν-, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ, 847, Ὀρφ. Ὕμν. 28. 2, Φιλόδημ. παρὰ Gompertz Herk. Stud. 1, σελ. 25.

Greek Monolingual

(I)
η (Α μονογένεια και ιων. τ. μουνογένεια) μονογενής
νεοελλ.
1. βιολ. η μονογονία
2. βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο φυτά έχουν άνθη ενός μόνο γένους
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που δεν έχει αδέλφια, μοναχοκόρη
2. ως ουσ. μοναδικότητα.———————— (II)
τα
ζωολ. ομοταξία τρηματωδών πλατυελμίνθων στην οποία ανήκουν εξωπαράσιτα ψαριών, αμφιβίων και ερπετών.

Russian (Dvoretsky)

μονογένεια: ион. μουνογένεια adj. f единородная (κόρη Anth.).