ὁμοδρομία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμοδρομία:''' ἡ, το να τρέχει [[κανείς]] από κοινού, [[συναπάντημα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ὁμοδρομία:''' ἡ, το να τρέχει [[κανείς]] από κοινού, [[συναπάντημα]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοδρομία:''' ἡ досл. совместное движение, схождение, перен. сочетание (Ἀφροδίτης καὶ τοῦ [[Ἄρεος]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A running together, meeting, Luc.Astr.22.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, das Zusammenlaufen, -treffen, Luc. astrol. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοδρομία: ἡ, τὸ τρέχειν ὁμοῦ, ἡ συνάντησις, Λουκ. Ἀστρολογ. 22.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
course simultanée, particul. conjonction de deux astres.
Étymologie: ὁμόδρομος.
Greek Monolingual
ὁμοδρομία, ἡ (Α) ομόδρομος
(για ουράνια σώματα) κοινή τροχιά.
Greek Monotonic
ὁμοδρομία: ἡ, το να τρέχει κανείς από κοινού, συναπάντημα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοδρομία: ἡ досл. совместное движение, схождение, перен. сочетание (Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἄρεος Luc.).