ὀνήμενος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνήμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· [[ὄνησα]], Επικ. αόρ. αʹ αντί [[ὤνησα]]· [[ὄνησο]], προστ. αορ. βʹ· [[ὀνήσω]], μέλ.
|lsmtext='''ὀνήμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· [[ὄνησα]], Επικ. αόρ. αʹ αντί [[ὤνησα]]· [[ὄνησο]], προστ. αορ. βʹ· [[ὀνήσω]], μέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνήμενος:''' part. med. к [[ὀνίνημι]].
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνήμενος Medium diacritics: ὀνήμενος Low diacritics: ονήμενος Capitals: ΟΝΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: onḗmenos Transliteration B: onēmenos Transliteration C: onimenos Beta Code: o)nh/menos

English (LSJ)

ὄνησα, ὀνήσει,

   A v. ὀνίνημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνήμενος: ὄνησα, ὀνήσει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὀνίνημι.

French (Bailly abrégé)

v. ὀνίνημι.

English (Autenrieth)

see ὀνίνημι.

Greek Monotonic

ὀνήμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνησα, Επικ. αόρ. αʹ αντί ὤνησα· ὄνησο, προστ. αορ. βʹ· ὀνήσω, μέλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνήμενος: part. med. к ὀνίνημι.