ὀνειδείη: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνειδείη]], ἡ (Α) (<b>ποιητ. τ.</b>) όνειδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το επίθ. [[ὀνείδειος]] (<b>πρβλ.</b> [[ελεγχείη]]: [[έλεγχος]])].
|mltxt=[[ὀνειδείη]], ἡ (Α) (<b>ποιητ. τ.</b>) όνειδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το επίθ. [[ὀνείδειος]] (<b>πρβλ.</b> [[ελεγχείη]]: [[έλεγχος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνειδείη:''' ἡ ион. = [[ὄνειδος]].
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειδείη Medium diacritics: ὀνειδείη Low diacritics: ονειδείη Capitals: ΟΝΕΙΔΕΙΗ
Transliteration A: oneideíē Transliteration B: oneideiē Transliteration C: oneideii Beta Code: o)neidei/h

English (LSJ)

ἡ, poet. for

   A ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408.

German (Pape)

[Seite 345] ἡ, poet. = ὄνειδος, Hom. ep. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδείη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὄνειδος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12.

Greek Monolingual

ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)].

Russian (Dvoretsky)

ὀνειδείη: ἡ ион. = ὄνειδος.