ὁπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλέω:''' μόνο σε παρατ. [[ὥπλεον]], [[προετοιμάζω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὁπλέω:''' μόνο σε παρατ. [[ὥπλεον]], [[προετοιμάζω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπλέω:''' эп. (только impf. [[ὥπλεον]]) = [[ὁπλίζω]].
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλέω Medium diacritics: ὁπλέω Low diacritics: οπλέω Capitals: ΟΠΛΕΩ
Transliteration A: hopléō Transliteration B: hopleō Transliteration C: opleo Beta Code: o(ple/w

English (LSJ)

poet. for ὁπλίζω,

   A make ready, ἄμαξαν ὥπλεον Od.6.73.

German (Pape)

[Seite 359] poet. = ὁπλίζω, zubereiten, ἅμαξαν ὥπλεον, sie schirrten den Wagen an, Od. 6, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλέω: ποιητ. ἀντὶ ὁπλίζω, παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἅμαξαν ὥπλεον Ὀδ. Ζ. 73.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὥπλεον;
préparer, apprêter.
Étymologie: ὅπλον.

English (Autenrieth)

(= ὁπλίζω): only ipf., ὥπλεον (ὅπλεον), were getting ready, Od. 6.73†.

Greek Monolingual

ὁπλέω (Α) όπλον
(ποιητ. τ.) οπλίζω, ετοιμάζω («ἅμαξαν ὥπλεον», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ὁπλέω: μόνο σε παρατ. ὥπλεον, προετοιμάζω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλέω: эп. (только impf. ὥπλεον) = ὁπλίζω.