ὄρρος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρρος:''' ὁ, το [[άκρο]] του οστού [[κόκκυγας]], όπου βγαίνουν τα φτερά του πουλιού, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὄρρος:''' ὁ, το [[άκρο]] του οστού [[κόκκυγας]], όπου βγαίνουν τα φτερά του πουλιού, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄρρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> анат. зад или копчик Luc.;<br /><b class="num">2)</b> (у птиц) гузка Arph.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρρος Medium diacritics: ὄρρος Low diacritics: όρρος Capitals: ΟΡΡΟΣ
Transliteration A: órros Transliteration B: orros Transliteration C: orros Beta Code: o)/rros

English (LSJ)

ὁ,

   A end of the os sacrum (cf. ὀρροπύγιον), Gal.19.127, Sch.Ar. Pl.122, Moer.p.284 P., Ath.13.565f; but Ammon. (Diff.p.27) identifies it with ταῦρος 111, cf. Poll.2.173 ; = τράμις, Ruf.Onom.101.    2 generally, rump, Ar.Ra.222, Pax1239, Lys.964, etc. (The orig. form was prob. ὄρσος (contained in Ion. ὀρσοπύγιον, v. ὀρροπ-, and perh. in ὀρσοθύρη), cf. OE. ears, OHG. ars, etc.: akin also to οὐρά.)

Greek (Liddell-Scott)

ὄρρος: (Β), ὁ, τὸ ἄκρον τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ (πρβλ. ὀρροπύγιον), Γαλην. Λεξ. Ἱππ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 122, Μοῖρις 284· ἀλλ’ ὁ Ἀμμώνιος ταυτίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ταῦρος ΙΙΙ, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 173. 2) καθόλου πυγή, γλουτός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 222, Εἰρ. 1239, Λυσ. 964, κτλ. Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθ. ὄρσος, πρβλ. Ἀγγλο-Σαξον. œrs, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. ars, κτλ.· ὡσαύτως συγγενὲς τῷ οὐρά, ἀλλ’ οὐχὶ τῷ ὀρρωδέω.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
extrémité de la colonne vertébrale, sacrum ; en parl. d’animaux croupion.
Étymologie: cf. οὐρά.

Greek Monotonic

ὄρρος: ὁ, το άκρο του οστού κόκκυγας, όπου βγαίνουν τα φτερά του πουλιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὄρρος:1) анат. зад или копчик Luc.;
2) (у птиц) гузка Arph.