ὄρνιος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρνιος:''' ποιητ. αντί [[ὀρνίθειος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὄρνιος:''' ποιητ. αντί [[ὀρνίθειος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄρνιος:''' Anth. = [[ὀρνίθειος]].
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρνιος Medium diacritics: ὄρνιος Low diacritics: όρνιος Capitals: ΟΡΝΙΟΣ
Transliteration A: órnios Transliteration B: ornios Transliteration C: ornios Beta Code: o)/rnios

English (LSJ)

poet. for ὀρνίθειος, AP9.377 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 383] poet. = ὄρνειος, Pallad. 21 (IX, 377).

Greek (Liddell-Scott)

ὄρνιος: ποιητ. ἀντὶ ὀρνίθειος, Ἀνθ. Π. 9. 377.

Greek Monolingual

ο
1. αγριοσυκιά, ορνιά
2. αγριόσυκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή του αρκτικού -ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι- και συνίζηση του -ε-].

Greek Monotonic

ὄρνιος: ποιητ. αντί ὀρνίθειος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὄρνιος: Anth. = ὀρνίθειος.