παιδεραστικός: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παιδεραστικός -ή -όν [παιδεραστία] pederastisch; subst. τὰ παιδεραστικά pederastie. | |elnltext=παιδεραστικός -ή -όν [παιδεραστία] pederastisch; subst. τὰ παιδεραστικά pederastie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παιδεραστικός:''' Luc. adj. к [[παιδεραστής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for παιδεραστία, Luc.Dom.4.
German (Pape)
[Seite 439] ή, όν, die Knabenliebe betreffend, τὰ παιδεραστικὰ συνεισόμεναι, Luc. de dom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
παιδεραστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδεραστίαν, Λουκ. Οἶκος 4.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α παιδεραστικός, -ή, -όν) παιδεραστής
ο σχετικός με την παιδεραστία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδεραστικός -ή -όν [παιδεραστία] pederastisch; subst. τὰ παιδεραστικά pederastie.
Russian (Dvoretsky)
παιδεραστικός: Luc. adj. к παιδεραστής.