παλίρρους: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(30)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίρρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[προς]] τα [[πίσω]] («εἰς δὲ γῆν [[πάλιν]] [[κλύδων]] [[παλίρρους]] ἦγε ναῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[αναπνοή]]) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («[[παλίρρους]] ἀήρ», Οππ.)<br /><b>3.</b> αυτός που επανέρχεται [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥόος]] / [[ῥοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
|mltxt=[[παλίρρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[προς]] τα [[πίσω]] («εἰς δὲ γῆν [[πάλιν]] [[κλύδων]] [[παλίρρους]] ἦγε ναῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[αναπνοή]]) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («[[παλίρρους]] ἀήρ», Οππ.)<br /><b>3.</b> αυτός που επανέρχεται [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥόος]] / [[ῥοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίρρους:''' стяж. = [[παλίρροος|πᾰλίρροος]].
}}
}}

Revision as of 01:24, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. παλίρροος.

Greek Monolingual

παλίρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που ρέει προς τα πίσω («εἰς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῡν», Ευρ.)
2. (για την αναπνοή) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («παλίρρους ἀήρ», Οππ.)
3. αυτός που επανέρχεται εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόος / ῥοῦς (< ῥέω)].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρρους: стяж. = πᾰλίρροος.