ὀψίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψίκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που καρποφορεί [[αργά]], όψιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
|mltxt=[[ὀψίκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που καρποφορεί [[αργά]], όψιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψίκαρπος:''' (ῐ) поздно приносящий плоды ([[φυτόν]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψῐκαρπος Medium diacritics: ὀψίκαρπος Low diacritics: οψίκαρπος Capitals: ΟΨΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: opsíkarpos Transliteration B: opsikarpos Transliteration C: opsikarpos Beta Code: o)yi/karpos

English (LSJ)

ον,

   A fruiting late, ib.6.4.6, al.

German (Pape)

[Seite 432] spät Frucht tragend; Plut. an seni 10; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίκαρπος: -ον, ὁ ἀργὰ καρποφορῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 6, κλ.· - ὀψῐκαρπέω, καρποφορῶ ὀψίμως, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 9· καὶ ὀψῐκαρπία, ἡ, ὄψιμος καρποφορία, π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1.

Greek Monolingual

ὀψίκαρπος, -ον (Α)
αυτός που καρποφορεί αργά, όψιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + καρπός].

Russian (Dvoretsky)

ὀψίκαρπος: (ῐ) поздно приносящий плоды (φυτόν Plut.).