παρακινδύνευσις: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρακινδύνευσις:''' ἡ, επικίνδυνο [[τόλμημα]], ριψοκίνδυνο [[εγχείρημα]], σε Θουκ. | |lsmtext='''παρακινδύνευσις:''' ἡ, επικίνδυνο [[τόλμημα]], ριψοκίνδυνο [[εγχείρημα]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακινδύνευσις:''' εως (δῡ) ἡ отважный шаг, опасное предприятие Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A desperate venture, τὴν π. ποιεῖσθαι Th.5.100.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, das Wagen, waghaftes Un ternehmen; παρακινδύνευσιν ποιῶ, c. inf., Thuc. 5, 100; Sp., wie D. Hal. 1, 57.
Greek (Liddell-Scott)
παρακινδύνευσις: ἡ, ἐπικίνδυνον τόλμημα, Θουκ. 5. 100.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
audace excessive, témérité.
Étymologie: παρακινδυνεύω.
Greek Monotonic
παρακινδύνευσις: ἡ, επικίνδυνο τόλμημα, ριψοκίνδυνο εγχείρημα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρακινδύνευσις: εως (δῡ) ἡ отважный шаг, опасное предприятие Thuc.