πελέσκεο: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελέσκεο:''' Ιων. και Επικ. βʹ ενικ. παρατ. του [[πέλομαι]]· προστ. [[πέλευ]] αντί <i>πέλου</i>.
|lsmtext='''πελέσκεο:''' Ιων. και Επικ. βʹ ενικ. παρατ. του [[πέλομαι]]· προστ. [[πέλευ]] αντί <i>πέλου</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''πελέσκεο:''' эп. 2 л. sing. impf. iter. к [[πέλω]].
}}
}}

Revision as of 01:48, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

πελέσκεο: πέλευ, ἴδε ἐν λ. πέλομαι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impf. itér. Moy. de πέλω.

English (Autenrieth)

see πέλω.

Greek Monotonic

πελέσκεο: Ιων. και Επικ. βʹ ενικ. παρατ. του πέλομαι· προστ. πέλευ αντί πέλου.

Russian (Dvoretsky)

πελέσκεο: эп. 2 л. sing. impf. iter. к πέλω.