πελάθω: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πελάθω:''' [ᾱ], ισοδ. του [[πελάζω]] (αμτβ.) μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ. [[παρά]] Αριστοφ., Ευρ. | |lsmtext='''πελάθω:''' [ᾱ], ισοδ. του [[πελάζω]] (αμτβ.) μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ. [[παρά]] Αριστοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πελάθω:''' (ᾰ) (только praes.) приближаться, подходить, приходить (θριγκοῖς Arph.): π. ἐπ᾽ ἀρωγάν Arph. приходить на помощь; π. εἰς φθογγάς Eur. обращаться с речью. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], collat. form of πελάζω (intr.), only pres., used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.132, E.Rh.557, El.1293, cf. Ar. Th.58 (paratrag.).
German (Pape)
[Seite 549] att. intrans. Nebenform von πελάζω; Aesch. frg. 119; τί ποτ' οὐ πελάθει σκοπός, Eur. Rhes. 557; εἰς φθογγάς, El. 1293; οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν, Ar. Ran. 1263.
Greek (Liddell-Scott)
πελάθω: [ᾰ], τύπος ἰσοδύναμος τῷ πελάζω (ἀμεταβ.), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1277), Εὐρ. Ρῆσ. 556, Ἠλ. 1293, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58.
Greek Monolingual
Α
πελάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. παράλληλος τ. του πελάζω με επίθημα -θω (πρβλ. πλάθω)].
Greek Monotonic
πελάθω: [ᾱ], ισοδ. του πελάζω (αμτβ.) μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ. παρά Αριστοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πελάθω: (ᾰ) (только praes.) приближаться, подходить, приходить (θριγκοῖς Arph.): π. ἐπ᾽ ἀρωγάν Arph. приходить на помощь; π. εἰς φθογγάς Eur. обращаться с речью.