πελός: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(5) |
(3b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πελός:''' ή [[πελλός]], -ή, -όν, Λατ. [[pullus]], [[σκουρόχρωμος]], σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πελός:''' ή [[πελλός]], -ή, -όν, Λατ. [[pullus]], [[σκουρόχρωμος]], σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πελός:''' и [[πελλός]] 3 темно-серый, темно-бурый, темный ([[μηκάς]] Soph.; [[ὄϊς]] Theocr.; [[ἐρωδιός]] Arst. - v. l. [[πέλλος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 551] s. πελιός, πελλός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. πελλός.———————— (II)
ο
βλ. πελελός.
Greek Monotonic
πελός: ή πελλός, -ή, -όν, Λατ. pullus, σκουρόχρωμος, σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πελός: и πελλός 3 темно-серый, темно-бурый, темный (μηκάς Soph.; ὄϊς Theocr.; ἐρωδιός Arst. - v. l. πέλλος).