περικακέω: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικᾰκέω:''' ([[κακός]]), είμαι υπερβολικά [[άτυχος]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''περικᾰκέω:''' ([[κακός]]), είμαι υπερβολικά [[άτυχος]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικᾰκέω:''' быть чрезвычайно несчастным, быть в полном отчаянии Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be in extreme ill-luck, Plb.1.58.5 ; τοῖς ὅλοις Id.3.84.6.
German (Pape)
[Seite 578] mitten od. sehr im Unglück sein, sehr unglücklich sein, verzweifeln; Pol. 1, 58, 5 u. öfter; τοῖς ὅλοις, 3, 84, 6.
Greek (Liddell-Scott)
περικᾰκέω: εἶμαι εἰς ὑπερβολὴν ἀτυχής, εὑρίσκομαι ἐν ἀπελπισμῷ, Πολύβ. 1. 58, 5· τοῖς ὅλοις ὁ αὐτ. 3. 84, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être dans le malheur ; se décourager, se désespérer.
Étymologie: περί, κακόν.
Greek Monotonic
περικᾰκέω: (κακός), είμαι υπερβολικά άτυχος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
περικᾰκέω: быть чрезвычайно несчастным, быть в полном отчаянии Polyb.