πλατύφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(33)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύφυλλος]], -ον, ΝΑ<br />(για φυτά και [[άνθη]]) αυτός που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]].
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύφυλλος]], -ον, ΝΑ<br />(για φυτά και [[άνθη]]) αυτός που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτύφυλλος:''' (ῠ) широколистый Arst.
}}
}}

Revision as of 02:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύφυλλος Medium diacritics: πλατύφυλλος Low diacritics: πλατύφυλλος Capitals: ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: platýphyllos Transliteration B: platyphyllos Transliteration C: platyfyllos Beta Code: platu/fullos

English (LSJ)

[τῠ], ον,

   A broad-leaved, Arist.APo.98b4, Thphr.HP 3.8.2, etc.: Comp. -ότερος Id.CP5.7.2.

German (Pape)

[Seite 627] breitblätterig; Arist. an. post. 2, 16; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα φύλλα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 16, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, κτλ.· ― συγκρ. -ότερος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 7, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά και άνθη) αυτός που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + φύλλον.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύφυλλος: (ῠ) широколистый Arst.