πολύδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύδεσμος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με πολλούς δεσμούς, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πολύδεσμος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με πολλούς δεσμούς, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύδεσμος:''' со многими скрепами, крепко сплоченный ([[σχεδίη]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδεσμος Medium diacritics: πολύδεσμος Low diacritics: πολύδεσμος Capitals: ΠΟΛΥΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: polýdesmos Transliteration B: polydesmos Transliteration C: polydesmos Beta Code: polu/desmos

English (LSJ)

ον,

   A fastened with many bonds, strong-bound, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Od.5.33, v.l. ib.338.

German (Pape)

[Seite 661] viel od. sehr gefesselt, fest verbunden, σχεδίη, Od. 5, 33. 338.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδεσμος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux clous (propr. aux liens) nombreux.
Étymologie: πολύς, δέσμος.

English (Autenrieth)

much or firmly bound together, Od. 5.33 and 338.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδεσμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος μυριαπόδων
αρχ.
1. δεμένος, στερεωμένος με πολλούς δεσμούς
2. μτφ. στέρεος, ασφαλής («ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δεσμός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. βαρύ-δεσμος].

Greek Monotonic

πολύδεσμος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με πολλούς δεσμούς, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύδεσμος: со многими скрепами, крепко сплоченный (σχεδίη Hom.).