πρεών: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρεών:''' -όνος, ὁ, ποιητ. αντί [[πρών]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πρεών:''' -όνος, ὁ, ποιητ. αντί [[πρών]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρεών:''' όνος ὁ Anth. = [[πρηών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. πρών.
German (Pape)
[Seite 699] ὁ, = πρηών, Crinag. 7 (VI, 253), σκολιοῦ τοῦδε κατὰ πρεόνος.
Greek (Liddell-Scott)
πρεών: -όνος, ὁ, = πρών, τοῦδε, κατὰ πρεόνος Ἀνθ. Π. 6. 253.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
c. πρηών.
Étymologie: épq. c. πρών.
Greek Monolingual
-όνος, ό, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πρών.
Greek Monotonic
πρεών: -όνος, ὁ, ποιητ. αντί πρών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πρεών: όνος ὁ Anth. = πρηών.