προέλασις: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προέλᾰσις:''' ἡ, [[εξόρμηση]] προς τα [[εμπρός]], [[επέλαση]], σε Ξεν. | |lsmtext='''προέλᾰσις:''' ἡ, [[εξόρμηση]] προς τα [[εμπρός]], [[επέλαση]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προέλᾰσις:''' εως ἡ езда вперед, воен. продвижение, наступление (προελάσεις καὶ ἀποχωρήσεις Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:48, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A riding forward: cavalry charge, X.Eq.Mag.8.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 719] ἡ, das Vorreiten, Vorrücken, Xen. Hipparch. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
προέλᾰσις: ἡ, τὸ προελαύνειν, ὁρμᾶν πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’aller à cheval devant.
Étymologie: προελαύνω.
Greek Monotonic
προέλᾰσις: ἡ, εξόρμηση προς τα εμπρός, επέλαση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προέλᾰσις: εως ἡ езда вперед, воен. продвижение, наступление (προελάσεις καὶ ἀποχωρήσεις Xen.).