προσδεής: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδεής:''' -ές ([[δέω]] Β), αυτός που έχει [[επιπλέον]] [[ανάγκη]], αυτός που έχει [[ακόμα]] [[έλλειψη]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσδεής:''' -ές ([[δέω]] Β), αυτός που έχει [[επιπλέον]] [[ανάγκη]], αυτός που έχει [[ακόμα]] [[έλλειψη]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδεής:''' сверх того нуждающийся, имеющий надобность (τινος Plut., Luc.).
}}
}}

Revision as of 02:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδεής Medium diacritics: προσδεής Low diacritics: προσδεής Capitals: ΠΡΟΣΔΕΗΣ
Transliteration A: prosdeḗs Transliteration B: prosdeēs Transliteration C: prosdeis Beta Code: prosdeh/s

English (LSJ)

ές,

   A needing besides, yet lacking, τινος Pl.Ti.33d, Luc. Demon.4, Poll.5.170.

German (Pape)

[Seite 754] ές, noch dazu bedürfend, bedürftig, c. gen., Plat. Tim. 33 d u. Sp., wie Luc. Demon. 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσδεής: -ές, ὁ ἔχων χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Πλάτ. Τίμ. 33D, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 4, Πολυδ. Ε΄, 170.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a encore besoin de, gén..
Étymologie: προσδέομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν-δεής].

Greek Monotonic

προσδεής: -ές (δέω Β), αυτός που έχει επιπλέον ανάγκη, αυτός που έχει ακόμα έλλειψη, τινος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσδεής: сверх того нуждающийся, имеющий надобность (τινος Plut., Luc.).