προσοικέω: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κατοικώ]] [[πλησίον]] ή κοντά, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ προσοικοῦντες</i>, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατοικώ]] [[εντός]] ή κοντά, <i>Ἐπίδαμνον</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''προσοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κατοικώ]] [[πλησίον]] ή κοντά, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ προσοικοῦντες</i>, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατοικώ]] [[εντός]] ή κοντά, <i>Ἐπίδαμνον</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσοικέω:''' <b class="num">1)</b> жить рядом, обитать по соседству (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> находиться рядом, быть расположенным по соседству (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> населять (γῆ προσοικουμένη Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A dwell by or near, οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι -οικοῦντες X.Vect.1.8; ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ, of towns, lie by or near, Pl.Ti.22d:— also Pass., τῇ πόλει -ῳκημένοι J.BJ4.4.3. b π. πρὸς τῷ τοίχῳ has his house abutting on the wall, OGI 483.105 (Pergam.). 2 c. acc., dwell in or near, [Ἐπίδαμνον] Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη Arist.Pol.1256a37. II Pass., of a place, to be inhabited, Plu.2.938d.
German (Pape)
[Seite 774] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.
Greek (Liddell-Scott)
προσοικέω: κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter auprès de, dat. ou acc. ; Pass. être habité, peuplé.
Étymologie: πρός, οἰκέω.
Greek Monotonic
προσοικέω: μέλ. -ήσω,
1. κατοικώ πλησίον ή κοντά, τινί, σε Ξεν.· απόλ., οἱ προσοικοῦντες, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.
2. με αιτ., κατοικώ εντός ή κοντά, Ἐπίδαμνον, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσοικέω: 1) жить рядом, обитать по соседству (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);
2) находиться рядом, быть расположенным по соседству (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);
3) населять (γῆ προσοικουμένη Plut.).