προχύται: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προχύται:''' [ῠ] (ενν. <i>κριθαί</i>), <i>αἱ</i>, = <i>οὐλο-χύται</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''προχύται:''' [ῠ] (ενν. <i>κριθαί</i>), <i>αἱ</i>, = <i>οὐλο-χύται</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προχύται:''' (ῠ) αἱ<br /><b class="num">1)</b> Eur. = [[οὐλόχυται]];<br /><b class="num">2)</b> цветы или листва (которыми усыпался чей-л. путь) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:08, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ] (sc. κριθαί), αἱ,= οὐλοχύται, E.El.803, IA1112, 1471, A.R.1.425. II flowers or wreaths thrown to popular persons in token of honour, Plu.Dio 29.
German (Pape)
[Seite 800] αἱ, sc. κριθαί, = οὐλοχύται; προχύται τε βάλλειν πῦρ καθάρσιον ἐκ χερῶν, Eur. I. A. 1112, vgl. ib. 955. 1472; λαβὼν προχύτας ἔβαλλε βωμόν, El. 798; vgl. Ap. Rh. 1, 425, wo der Schol. auch die Erkl. giebt τὸ ὕδωρ, ὃ ἐνίβαλον εἰς τὸ οὖς τοῦ ἱερείου, ἐπὶ τὸ ἐπινεύειν τὸ ἱερεῖον, damit das Opferthier den Kopf niederneige. – Uebh. was man ausschüttet, auswirft, missilia, allerhand Dinge, die man einem bewunderten Manne zum Zeichen der Verehrung zuwirft, Plut. Dion. 29.
Greek (Liddell-Scott)
προχύται: [ῠ], (ἐξυπακ. κριθαί), αἱ = οὐλυχύται, Εὐρ. Ἠλ. 803, Ι. Α. 1112, 1472, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 425. ΙΙ. ἄνθη ἢ στέφανοι ῥιπτόμενοι εἰς ἀνθρώπους ἀγαπητοὺς παρὰ τῷ λαῷ εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, Λατ. missilla, Πλουτ. Δίων 29.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
1 grains d’orge ou de farine que l’on brûlait sur l’autel (c. οὐλοχύται);
2 feuillage ou fleurs qu’on jette sur le passage de qqn.
Étymologie: προχέω.
Greek Monolingual
αἰ, Α
1. (ενν. κριθαί) οι ουλοχύται («λαβὼν προχύτας... ἔβαλλε βωμούς», Ευρ.)
2. άνθη ή στεφάνια με τα οποία έρραιναν δημοφιλή πρόσωπα («προχύτας τε βαλλόντων καὶ προτρεπομένων ὥσπερ θεὸν κατευχαῑς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χυτός (< χέω) κατά το οὐλοχύται].
Greek Monotonic
προχύται: [ῠ] (ενν. κριθαί), αἱ, = οὐλο-χύται, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προχύται: (ῠ) αἱ
1) Eur. = οὐλόχυται;
2) цветы или листва (которыми усыпался чей-л. путь) Plut.