σατραπικός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(36) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σατραπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, -η, -ο, Ν [[σατράπης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ [[οἰκονομία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για άνθρωπο) [[τυραννικός]], [[δεσποτικός]], [[αυταρχικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με σατράπη ή αυτός που αρμόζει σε σατράπη («οἱ σατραπικώτεροι τῶν φιλοσόφων», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[πλούσιος]], [[πολυτελής]], [[μεγαλοπρεπής]] («σατραπικὸν [[συμπόσιον]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σατραπικώς</i> και <i>σατραπικά</i> και <i>σατράπικα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σατραπικό («συμπεριφέρεται σατραπικά»). | |mltxt=-ή, -ό / [[σατραπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, -η, -ο, Ν [[σατράπης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ [[οἰκονομία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για άνθρωπο) [[τυραννικός]], [[δεσποτικός]], [[αυταρχικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με σατράπη ή αυτός που αρμόζει σε σατράπη («οἱ σατραπικώτεροι τῶν φιλοσόφων», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[πλούσιος]], [[πολυτελής]], [[μεγαλοπρεπής]] («σατραπικὸν [[συμπόσιον]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σατραπικώς</i> και <i>σατραπικά</i> και <i>σατράπικα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σατραπικό («συμπεριφέρεται σατραπικά»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σᾰτρᾰπικός:''' <b class="num">1)</b> сатраповский ([[οἰκονομία]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. богатейший, роскошный ([[συμπόσιον]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of a satrap, ἡ σ. οἰκονομία, opp. ἡ βασιλική, Arist.Oec.1345b13; αὐλή Plu.Agis3. II like a satrap, luxurious, Id.Comp.Cim.Luc.1; δωρεαί Alciphr.1.38; οἱ -ώτεροι τῶν φιλοσόφων Phld.Oec.p.74 J.; formal, stately, συμπόσιον Plu.2.616e:—irreg. fem. σᾰτρᾰπ-ίς, ίδος, ναῦς Philostr.VA2.17.
German (Pape)
[Seite 864] zum σατράπης gehörig, satrapisch, αὐλαί Plut. Agis 3, u. A.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰτρᾰπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σατράπην, ἡ σ. οἰκονομία, ἀντίθετον τῷ ἡ βασιλική, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 2 κἑξ. ΙΙ. ὅμοιος ἢ ἁρμόζων σατράπῃ, πολυτελής, συμπόσιον Πλούτ. 2. 616Ε· αὐλὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἄγιδι 3· δωρεαὶ Ἀλκίφρων 1. 33· - ἀνώμαλον θηλ. σατραπίς, -ίδος, Φιλοστρ. 68.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de satrape ; fig. somptueux, fastueux.
Étymologie: σατράπης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σατραπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, -η, -ο, Ν σατράπης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ οἰκονομία», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(για άνθρωπο) τυραννικός, δεσποτικός, αυταρχικός
αρχ.
1. όμοιος με σατράπη ή αυτός που αρμόζει σε σατράπη («οἱ σατραπικώτεροι τῶν φιλοσόφων», Φιλόδ.)
2. (για πράγμ.) πλούσιος, πολυτελής, μεγαλοπρεπής («σατραπικὸν συμπόσιον», Πλούτ.).
επίρρ...
σατραπικώς και σατραπικά και σατράπικα Ν
κατά τρόπο σατραπικό («συμπεριφέρεται σατραπικά»).
Russian (Dvoretsky)
σᾰτρᾰπικός: 1) сатраповский (οἰκονομία Arst.);
2) перен. богатейший, роскошный (συμπόσιον Plut.).